Είμαι 8 χρονών και με λένε Χριστίνα. Πηγαίνω δευτέρα δημοτικού. Κανονικά θα έπρεπε να πηγαίνω τρίτη δημοτικού μα..η μαμά μου στην πρώτη τάξη δεν με πήγαινε σχολείο κάθε μέρα και ακόμη και όταν με πήγαινε μετά δεν διάβαζα όπως κάνω τώρα. Γι'αυτό μου είπε η νονά μου πως πρέπει να ξαναπάω στην πρώτη δημοτικού. Μεγάλωνα μαζί με την μαμά μου μέχρι πριν απο λίγο καιρό. Τώρα δεν μένω πια μαζί της. Μένω αλλού. Η μαμά μου νομίζω δεν μ'αγαπάει. Εκεί που μένω δεν έχει έρθει ποτέ να με δει. Τόσο καιρό τώρα που πηγαίνω σχολείο και στην πρώτη και στην δευτέρα ΄με έχει πάρει τηλέφωνο δυο φορές. Μου είπε ότι θα με πάρει όταν με πήρε τηλέφωνο και εγώ φοβήθηκα και έκλαιγα. Δεν θέλω να πάω μαζί της. Την αγαπάω την μαμά μου αλλά δεν θέλω να πάω μαζί της. Δεν θέλω να πάω ξανά στο σπίτι. Έχω άλλο σπίτι τώρα. Έχω την νονά μου. Έχω τους φίλους μου, το σχολείο μου. Φοβάμαι να ξαναπάω μαζί της.
Όταν ήμουν πιο μικρή μέναμε μαζί στο Μεσολλόγγι. Εκεί στο σπίτι που μέναμε ερχόταν ο μπαμπάς Θανάσης. Ο μπαμπάς Θανάσης με πρόσεχε. Με τάιζε γιατί πεινούσα πολύ, με έβαζε να κοιμηθώ και μου διάβαζε παραμύθια. Η μαμά μου δούλευε το βράδυ σε ένα μέρος που είχε καπνό και πολύ κόσμο και δεν με έπαιρνε μαζί της. Μια φορά μόνο με πήρε τις άλλες φορές με άφηνε σπίτι. ήμουνα όμως μόνη μου όταν δεν ήταν ο μπαμπάς Θανάσης και φοβόμουν πολύ. Επάνω απο το σπίτι μας έμενε μια καλή κυρία που την λέγανε Γιάννα. Η κυρία Γιάννα μου έδινε φαγητό να τρώω τις πιο πολλές φορές που η μαμά μου κοιμόταν.
Μια μέρα η μαμά μου έφερε στο σπίτι τον Γιώργο. Έναν κύριο που θα παντρευτούν. Μετά εμείς μαζέψαμε τα πράγματά μας και πήγαμε να μείνουμε μαζί με τον κύριο Γιώργο και τα παιδιά του. Την Χριστίνα και τον Κωνσταντίνο. Εκεί δεν περνούσα καλά. Ο Κωνσταντίνος με έδερνε πολυ και με κορόιδευε. Μια φορά που πήγαμε στην θάλασσα μου βούλιαζε το κεφάλι μέσα στο νερό. Οταν του είπα θα με πνίξεις μου είπε ΄δεν πειράζει εσύ να πνιγείς γιατί είσαι μούλικο. Τι είναι μούλικο δεν ξέρω αλλά σαν βρισιά φαίνεται. Αλλες φορές το φαγητό που μου έδιναν δεν με έφτανε. Εγώ ήθελα περισσότερο και ήθελα και γάλα. Μου άρεσει πολύ το γάλα. Έκλαιγα γιατί πεινούσα και η μαμά μου με έδερνε γιατί έκανα φασαρία. Μα εγώ πεινούσα.. Μια φορά με έκλεισε στην αποθήκη που είχε ποντίκια για να σταματήσω να κλαίω. Εγώ έκλαιγα πολύ γιατί ήτανε σκοτεινά και φοβόμουν τα ποντίκια και άρχισε να τρέχει αίμα απο την μύτη μου αλλά η μαμά μου δεν με έβγαζε. Νομίζω με ξέχασε εκεί μέσα. Με ξέχασε γιατί δεν μ'αγαπούσε. Απο τότε που πήγαμε εκεί αγαπούσε μόνο τα άλλα παιδιά. Τα χάιδευε και μου έλεγε πως αυτά είναι τώρα τα παιδιά της και πως εμένα θα με έβαζε στο ίδρυμα στα Γιάννενα.
Μετά, μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο η νονά μου. Με ρώτησε τι κάνω και εγώ έκλαιγα γιατί δεν ήθελα να πάω στο ίδρυμα. Η νονά μου ζητησε την μαμά μου να της μιλήσει. Μετά απο λίγο η μαμά μου μου ετοίμασε τα πράγματα και με πήγε με το λεωφορείο στην Αθήνα. Μόλις είδα την νονά μου την αγκάλιασα και της είπα να μην με ξαναστείλει πίσω. Δεν με ξανάστειλε πίσω. Τώρα μένω αλλού. Η νονά μου μου εξήγησε πως δεν μπορούσε να με κρατήσει σπίτι της γιατί δούλευε πολλές πολλές ώρες. Η νονά μου δουλεύει όλη μέρα. Κάθε δυο Παρασκευές πηγαίνω στο σπίτι της για το Σαββατοκύριακο και σε όλες τις γιορτές είμαστε μαζί. Έκανα και πάρτυ για τα γενέθλιά μου και κάλεσα και τους φίλους μου. Περάσαμε πολυ ωραία είχαμε και κλόουν. Είμαι ευτυχισμένη τώρα και περνάω καλά. Μόνο που θα ήθελα να ρωτήσω την μαμά μου γιατί δεν μ'αγαπάει. Τι της έκανα.
"Είναι αληθινό το κείμενο. Κάθε λέξη. Και μάλιστα είναι ένα πολύ μικρό μέρος της ιστορίας. Την λένε Χριστίνα, είναι 8 χρονών και έχει μαύρα μάτια σαν χαντρούλες. Το χαμόγελό της δεν είναι παιδικό. Είναι χαμόγελο μεγάλου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα..